άρνηση

άρνηση
(Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος, ώστε να λες: κανείς ισχυρισμός δεν είναι σημαντικός, εκτός αν κι η ά. του είναι επίσης σημαντική». Mε αυτό τον τρόπο η ά. αντιπαρατίθεται ισοδύναμα στην κατάφαση και αποκτά φιλοσοφική βαρύτητα καθώς οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να δίνουν μυστηριακό χαρακτήρα στην ά. και στο ψέμα. Ο Διογένης αναφέρει για παράδειγμα αρνητικής πρότασης το εξής: «Δεν είναι ημέρα» και θεωρεί όλες τις α. απλά αξιώματα. Οι στωικοί γνώριζαν ότι κάθε αξίωμα, οσοδήποτε πολύπλοκο, μπορεί να πάρει την αρνητική μορφή. Ισχυρίζονταν ότι το αντιλεγόμενο του αξιώματος σχηματίζεται αν τοποθετηθεί το αρνητικό πρόθεμα όχι στο σύνολο. Επιβεβαιώνουν ότι τα δύο αντιλεγόμενα είναι τέτοια, ώστε το ένα ξεπερνά το άλλο ως προς το αρνητικό πρόθεμα, π.χ. «Είναι ημέρα», «Δεν είναι ημέρα».
* * *
η (Α ἄρνησις)
το να αρνείται κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρνούμαι.
ΠΑΡ. αρνητικός
αρχ.
αρνήσιμος.
ΣΥΝΘ. αρνησίθεος
μσν.- νεοελλ.
αρνησίχριστος
νεοελλ.
αρνησίδοξος, αρνησίθρησκος, αρνησικυρία, αρνησίπατρις, αρνησιπονία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άρνηση — η το να αρνείται κανείς, απόκρουση, αποκήρυξη: Η άρνησή του να συνεργαστεί μαζί μας μου έκαμε εντύπωση· (γραμμ.), πρόταση που έχει αρνητικό μόριο ή λέξη με αρνητική έννοια: Κανείς δεν τον πίστευε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀρνήσῃ — ἀρνήσηι , ἄρνησις denial fem dat sg (epic) ἀρνέομαι deny aor subj mp 2nd sg ἀρνέομαι deny fut ind mp 2nd sg ἀ̱ρνήσῃ , ἀρνέομαι deny futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιορθολογισμός — Άρνηση της ισχύος της λογικής, δυσπιστία στην ικανότητά της να μας δώσει μια έγκυρη γνώση της πραγματικότητας. Σε αντίθεση όμως προς τον σκεπτικισμό, o α. αρνείται αυτές τις ικανότητες στη λογική και στη νόηση, μόνο και μόνο για να μπορέσει να… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • καν — I (Kan). Ποταμός (629 χλμ.) της Ρωσίας, παραπόταμος του Γενισέι. Πηγάζει από τις βόρειες πλαγιές του Ανατολικού Σαγιάν (Κάνσκοε Μπελογκόριε) και κατά τη ροή του διασχίζει τη μεγάλη κοιλάδα της ομώνυμης δασοστέπας και την οροσειρά Γενισέι. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • μποϊκοτάζ — (boycottage). Άρνηση μιας κοινωνικής ομάδας να διατηρήσει σχέσεις, συνήθως οικονομικής μορφής, με κάποιο άτομο, επιχείρηση, ομάδα κλπ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του λοχαγού Τζέιμς Μπόικοτ (Boycott), διαχειριστή των κτημάτων του κόμη του Eρν… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • μηδενισμός — ο 1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν 2. η βαθμολογία με μηδέν 3. στάση απόλυτης άρνησης 4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”